ταυρεία: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavreia | |Transliteration C=tavreia | ||
|Beta Code=taurei/a | |Beta Code=taurei/a | ||
|Definition=(sc. | |Definition=(''[[sc.]]'' [[δορά]]), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[bull's hide]], [[ox-hide]], hence,<br><span class="bld">1</span> [[a kind of drum covered with skin]], Gp.14.25.3 (unless in sense 2).<br><span class="bld">2</span> [[whip of ox-hide]], Artem.1.70, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[μάραγνα]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ταυρεία''': (ἐξυπακουομ. τοῦ [[δορά]]), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) [[εἶδος]] τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας [[ψόφος]] ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) [[μάστιξ]] ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ταύρειος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ταυρέα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ,
A bull's hide, ox-hide, hence,
1 a kind of drum covered with skin, Gp.14.25.3 (unless in sense 2).
2 whip of ox-hide, Artem.1.70, Phot. s.v. μάραγνα.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρεία: (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) εἶδος τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας ψόφος ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) μάστιξ ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. ταύρειος.
German (Pape)
= ταυρέα.