διεξηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(9)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=διεξηγοῡμαι (-έομαι) (Α) [[εξηγούμαι]]<br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] με λεπτομέρειες.
|mltxt=διεξηγοῦμαι (-έομαι) (Α) [[εξηγούμαι]]<br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] με λεπτομέρειες.
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

διεξηγοῦμαι (-έομαι) (Α) εξηγούμαι
εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες.