ψιχάρπαξ: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(47c)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psicharpaks
|Transliteration C=psicharpaks
|Beta Code=yixa/rpac
|Beta Code=yixa/rpac
|Definition=ᾰγος, ὁ, (ψίξ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Crumb-yilcher</b>, name of a mouse in <span class="bibl">Batr.105</span>.</span>
|Definition=ᾰγος, ὁ, ([[ψίξ]]) [[Crumb-filcher]], name of a [[mouse]] in Batr.105.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αγος, ὁ, Α<br />(ως [[ονομασία]] ενός ποντικού στην <i>Βατραχομυομαχία</i>) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψίξ</i>, <i>ψιχός</i> «[[ψίχα]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἅρπαξ]], -<i>αγος</i>].
|mltxt=-αγος, ὁ, Α<br />(ως [[ονομασία]] ενός ποντικού στην <i>Βατραχομυομαχία</i>) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψίξ</i>, <i>ψιχός</i> «[[ψίχα]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἅρπαξ]], -<i>αγος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῑχάρπαξ:''' -ᾰγος, ὁ ([[ψίξ]]), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῑχ-άρπαξ, ᾰγος, [[ψίξ]], [[crumb-filcher]], [[crumbfilcher]], [[name]] of a [[mouse]] in Batr.
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑχάρπαξ Medium diacritics: ψιχάρπαξ Low diacritics: ψιχάρπαξ Capitals: ΨΙΧΑΡΠΑΞ
Transliteration A: psichárpax Transliteration B: psicharpax Transliteration C: psicharpaks Beta Code: yixa/rpac

English (LSJ)

ᾰγος, ὁ, (ψίξ) Crumb-filcher, name of a mouse in Batr.105.

German (Pape)

[Seite 1401] αγος, ὁ, Brosamenräuber, Bröseldieb, komischer Mäusename in der Batr.

Greek (Liddell-Scott)

ψῐχάρπαξ: ᾰγος, ὁ, (ψὶξ) ὁ ἁρπάζων τὰ ψιχία, ὄνομα μυὸς ἐν τῇ Βατραχ. 24, 27, 105, 141, 234.

Greek Monolingual

-αγος, ὁ, Α
(ως ονομασία ενός ποντικού στην Βατραχομυομαχία) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ, ψιχός «ψίχα» + ἅρπαξ, -αγος].

Greek Monotonic

ψῑχάρπαξ: -ᾰγος, ὁ (ψίξ), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

ψῑχ-άρπαξ, ᾰγος, ψίξ, crumb-filcher, crumbfilcher, name of a mouse in Batr.