άγενος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br />ο ταπεινής καταγωγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἀγενής]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο [[γένι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] γένια, [[αγένειος]], [[αγένειαστος]]<br /><b>2.</b> [[άπειρος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br />ο ταπεινής καταγωγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἀγενής]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[γένι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] γένια, [[αγένειος]], [[αγένειαστος]]<br /><b>2.</b> [[άπειρος]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
ο ταπεινής καταγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. επίθ. ἀγενής.
(II)
-η, -ο γένι
1. αυτός που δεν έχει ακόμη γένια, αγένειος, αγένειαστος
2. άπειρος.