αγνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁγνεύω]] (AM)<br />[[διατηρώ]] τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, [[απέχω]] από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] αναπόσπαστο από την [[αγνότητα]], του [[δίνω]] θρησκευτική [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[είμαι]] [[αγνός]], [[καθαρός]]<br /><b>3.</b> [[εξαγνίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁγνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁγνεία]], [[ἅγνευμα]], [[ἁγνευτήριον]], [[ἁγνευτικός]].
|mltxt=[[ἁγνεύω]] (AM)<br />[[διατηρώ]] τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, [[απέχω]] από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] αναπόσπαστο από την [[αγνότητα]], του [[δίνω]] θρησκευτική [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[είμαι]] [[αγνός]], [[καθαρός]]<br /><b>3.</b> [[εξαγνίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁγνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁγνεία]], [[ἅγνευμα]], [[ἁγνευτήριον]], [[ἁγνευτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁγνεύω (AM)
διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι
αρχ.
1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, του δίνω θρησκευτική υπόσταση
2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός
3. εξαγνίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον, ἁγνευτικός.