αγνεύω

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source

Greek Monolingual

ἁγνεύω (AM)
διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι
αρχ.
1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, του δίνω θρησκευτική υπόσταση
2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός
3. εξαγνίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον, ἁγνευτικός.