τετράεδρος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetraedros | |Transliteration C=tetraedros | ||
|Beta Code=tetra/edros | |Beta Code=tetra/edros | ||
|Definition=ον, < | |Definition=τετράεδρον, [[having four faces]], πυραμίδες Iamb.''in Nic.''p.93 P.: Subst. [[τετράεδρον]], τό, Hero *Deff.99, Papp.352.12, ''Theol.Ar.'' 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράεδρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράεδρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πυραμίδα]] με τριγωνική [[βάση]] (α. «κανονικό τετράεδρο» — τετράεδρο του οποίου οι έδρες [[είναι]] [[τέσσερα]] ίσα ισόπλευρα τρίγωνα<br />β. «τετράεδρον, ὅ ἐστι [[πυραμίς]]», Ήρων)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ορθόκεντρο]] τετραέδρου»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σημείο]] στο οποίο τέμνονται τα [[τέσσερα]] ύψη του τετραέδρου<br />β) «[[θεωρία]] τετραέδρου»<br /><b>γεωλ.</b> [[θεωρία]] για την [[κατανομή]] της ξηράς και της θάλασσας, σύμφωνα με την οποία οι [[τέσσερεις]] ωκεανοί της Γης καταλαμβάνουν τις ισάριθμες πλευρές ενός τετραέδρου που έχει [[τέσσερα]] εξογκώματα στις θέσεις τών ακμών του, από τα οποία [[τρία]] εξογκώματα στο βόρειο [[ημισφαίριο]] και ένα στον νότιο [[πόλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), [[πρβλ]]. [[οκτάεδρος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράεδρον, having four faces, πυραμίδες Iamb.in Nic.p.93 P.: Subst. τετράεδρον, τό, Hero *Deff.99, Papp.352.12, Theol.Ar. 24.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράεδρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράεδρο(ν)
πυραμίδα με τριγωνική βάση (α. «κανονικό τετράεδρο» — τετράεδρο του οποίου οι έδρες είναι τέσσερα ίσα ισόπλευρα τρίγωνα
β. «τετράεδρον, ὅ ἐστι πυραμίς», Ήρων)
νεοελλ.
φρ. α) «ορθόκεντρο τετραέδρου»
μαθημ. το σημείο στο οποίο τέμνονται τα τέσσερα ύψη του τετραέδρου
β) «θεωρία τετραέδρου»
γεωλ. θεωρία για την κατανομή της ξηράς και της θάλασσας, σύμφωνα με την οποία οι τέσσερεις ωκεανοί της Γης καταλαμβάνουν τις ισάριθμες πλευρές ενός τετραέδρου που έχει τέσσερα εξογκώματα στις θέσεις τών ακμών του, από τα οποία τρία εξογκώματα στο βόρειο ημισφαίριο και ένα στον νότιο πόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. οκτάεδρος].