αγράμματος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγράμματος]], -ον)<br />αυτός που δεν γνωρίζει [[ανάγνωση]] και [[γραφή]], [[αναλφάβητος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο [[ημιμαθής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «την έπαθα σαν [[αγράμματος]]», εξαπατήθηκα σαν [[άπειρος]], σαν [[ακατατόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγραφος]], [[άγραπτος]]<br /><b>2.</b> (για ήχους) [[άναρθρος]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) ο [[ανίκανος]] να δημιουργήσει έναρθρο λόγο, να αρθρώσει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγράμματος]], -ον)<br />αυτός που δεν γνωρίζει [[ανάγνωση]] και [[γραφή]], [[αναλφάβητος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο [[ημιμαθής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «την έπαθα σαν [[αγράμματος]]», εξαπατήθηκα σαν [[άπειρος]], σαν [[ακατατόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγραφος]], [[άγραπτος]]<br /><b>2.</b> (για ήχους) [[άναρθρος]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) ο [[ανίκανος]] να δημιουργήσει έναρθρο λόγο, να αρθρώσει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[γράμμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγραμματοσύνη]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγράμματος, -ον)
αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος
νεοελλ.
1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής
2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος
αρχ.
1. άγραφος, άγραπτος
2. (για ήχους) άναρθρος
3. (για ζώα) ο ανίκανος να δημιουργήσει έναρθρο λόγο, να αρθρώσει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητικό + γράμμα.
ΠΑΡ. αγραμματοσύνη].