επήορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(13)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπήορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετέωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υψώνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήορος</i> (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>αερ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αήρ</i>) του ρ. [[αείρω]] «[[σηκώνω]]»)].
|mltxt=[[ἐπήορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετέωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υψώνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήορος</i> (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>αερ</i>- ([[πρβλ]]. <i>αήρ</i>) του ρ. [[αείρω]] «[[σηκώνω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐπήορος, -ον (Α)
1. μετέωρος
2. αυτός που υψώνεται πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ήορος (ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. αερ- (πρβλ. αήρ) του ρ. αείρω «σηκώνω»)].