εσωφόρι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν)<br />[[εσώρουχο]] που φορούν οι γυναίκες [[μέσα]] από το κανονικό [[φόρεμα]], το [[μεσοφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έσω</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρι</i>(-<i>ον</i>) <span style="color: red;"><</span> [[φορώ]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>πανω</i>-<i>φόρι</i>(-<i>ον</i>)].
|mltxt=και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν)<br />[[εσώρουχο]] που φορούν οι γυναίκες [[μέσα]] από το κανονικό [[φόρεμα]], το [[μεσοφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έσω</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρι</i>(-<i>ον</i>) <span style="color: red;"><</span> [[φορώ]]<br />[[πρβλ]]. <i>πανω</i>-<i>φόρι</i>(-<i>ον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:49, 23 August 2021

Greek Monolingual

και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν)
εσώρουχο που φορούν οι γυναίκες μέσα από το κανονικό φόρεμα, το μεσοφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -φόρι(-ον) < φορώ
πρβλ. πανω-φόρι(-ον)].