άδαρτος: Difference between revisions
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄδαρτος]], -ον)<br />αυτός που δεν δάρθηκε, [[αξυλοκόπητος]], [[αχτύπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το [[γάλα]], που το χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που [[επίσης]] τά χτυπούν για να τά χρησιμοποιήσουν στο [[φαγητό]] ή σε [[γλύκισμα]]).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄδαρτος]], -ον)<br />αυτός που δεν δάρθηκε, [[αξυλοκόπητος]], [[αχτύπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το [[γάλα]], που το χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που [[επίσης]] τά χτυπούν για να τά χρησιμοποιήσουν στο [[φαγητό]] ή σε [[γλύκισμα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δαρτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐδάρην</i>, παθ. αόρ. β΄ του [[δέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>άδειρτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έδειρα</i>, αόρ. του [[δέρνω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδαρτος, -ον)
αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος
νεοελλ.
αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που το χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν για να τά χρησιμοποιήσουν στο φαγητό ή σε γλύκισμα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δαρτός < ἐδάρην, παθ. αόρ. β΄ του δέρω
νεοελλ.
άδειρτος < έδειρα, αόρ. του δέρνω].