αθρησκία: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η 1. [[άρνηση]] ή [[απόρριψη]] [[κάθε]] θρησκεύματος, αρνησιθεΐα<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] θρησκευτικής πίστης, [[απιστία]]<br /><b>3.</b> [[περιφρόνηση]] [[προς]] τη [[θρησκεία]], [[ασέβεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άθρησκος]]<br />η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη].
|mltxt=η 1. [[άρνηση]] ή [[απόρριψη]] [[κάθε]] θρησκεύματος, αρνησιθεΐα<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] θρησκευτικής πίστης, [[απιστία]]<br /><b>3.</b> [[περιφρόνηση]] [[προς]] τη [[θρησκεία]], [[ασέβεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άθρησκος]]<br />η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

η 1. άρνηση ή απόρριψη κάθε θρησκεύματος, αρνησιθεΐα
2. έλλειψη θρησκευτικής πίστης, απιστία
3. περιφρόνηση προς τη θρησκεία, ασέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άθρησκος
η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη].