τίλμα: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tilma
|Transliteration C=tilma
|Beta Code=ti/lma
|Beta Code=ti/lma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything pulled</b> or <b class="b2">shredded, lint</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>8</span>, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">anything that can be pulled</b> or <b class="b2">plucked</b>, Plu.2.48b. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[τίλσις]], <span class="bibl">Herod.2.69</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> in later Medic. language, <b class="b3">τίλματα</b> <b class="b2">sprains</b>, Gal.18(1).682.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[anything pulled]] or [[shredded]], [[lint]], Hp.''Decent.''8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957.<br><span class="bld">II</span> [[anything that can be pulled]] or [[plucked]], Plu.2.48b.<br><span class="bld">III</span> = [[τίλσις]], Herod.2.69 (pl.).<br><span class="bld">IV</span> in later Medic. language, [[τίλματα]] [[sprains]], Gal.18(1).682.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1114.png Seite 1114]] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[poil épilé]].<br />'''Étymologie:''' [[τίλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τίλμα:''' ατος τό [[τίλλω]] клок: τίλματα τίλλειν Plut. рвать в клочья.
}}
{{ls
|lstext='''τίλμα''': τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = [[τίλσις]], μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[τίλλω]]<br />[[μοτός]], [[ξαντό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στουπί]] από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως [[γάζα]] σε περιπτώσεις τραυματισμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τίλση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τίλματα</i>- <b>ιατρ.</b> διαστρέμματα.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλμα Medium diacritics: τίλμα Low diacritics: τίλμα Capitals: ΤΙΛΜΑ
Transliteration A: tílma Transliteration B: tilma Transliteration C: tilma Beta Code: ti/lma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything pulled or shredded, lint, Hp.Decent.8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957.
II anything that can be pulled or plucked, Plu.2.48b.
III = τίλσις, Herod.2.69 (pl.).
IV in later Medic. language, τίλματα sprains, Gal.18(1).682.

German (Pape)

[Seite 1114] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil épilé.
Étymologie: τίλλω.

Russian (Dvoretsky)

τίλμα: ατος τό τίλλω клок: τίλματα τίλλειν Plut. рвать в клочья.

Greek (Liddell-Scott)

τίλμα: τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = τίλσις, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τίλλω
μοτός, ξαντό
νεοελλ.
στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών
αρχ.
1. τίλση
2. καθετί που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί
3. στον πληθ. τὰ τίλματα- ιατρ. διαστρέμματα.