αἰτητός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(2)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aititos
|Transliteration C=aititos
|Beta Code=ai)thto/s
|Beta Code=ai)thto/s
|Definition=όν, verb. Adj. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">asked for</b>, <b class="b3">ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν</b> freely given, not <b class="b2">asked for</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>384</span>.</span>
|Definition=αἰτητόν, verb. Adj. [[asked for]], <b class="b3">ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν</b> freely given, not [[asked for]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''384.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αἰτητός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[solicitado]], [[pedido]] ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.<i>OT</i> 384.<br /><b class="num">2</b> lóg., subst. τὸ αἰ. [[postulado]] ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.<i>Ins.Log</i>.14.11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />demandé, souhaité.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]].
|btext=ή, όν :<br />[[demandé]], [[souhaité]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[solicitado]], [[pedido]] ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.<i>OT</i> 384.<br /><b class="num">2</b> lóg., subst. τὸ αἰ. [[postulado]] ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.<i>Ins.Log</i>.14.11.
|elrutext='''αἰτητός:''' [adj. verb. к [[αἰτέω]] просимый, требуемый: [[δωρητός]], οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.
}}
{{ls
|lstext='''αἰτητός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰτητός]], -ή, -όν (Α) [[αἰτῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί [[κανείς]]<br /><b>2.</b> «οὐκ [[αἰτητός]]», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, [[χωρίς]] να ζητηθεί.
|mltxt=[[αἰτητός]], -ή, -όν (Α) [[αἰτῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί [[κανείς]]<br /><b>2.</b> «οὐκ [[αἰτητός]]», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, [[χωρίς]] να ζητηθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰτητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰτέω]], ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί [[κάποιος]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἰτέω]]<br />asked for, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτητός Medium diacritics: αἰτητός Low diacritics: αιτητός Capitals: ΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: aitētós Transliteration B: aitētos Transliteration C: aititos Beta Code: ai)thto/s

English (LSJ)

αἰτητόν, verb. Adj. asked for, ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν freely given, not asked for, S.OT384.

Spanish (DGE)

-όν
1 solicitado, pedido ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.OT 384.
2 lóg., subst. τὸ αἰ. postulado ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.Ins.Log.14.11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
demandé, souhaité.
Étymologie: αἰτέω.

Russian (Dvoretsky)

αἰτητός: [adj. verb. к αἰτέω просимый, требуемый: δωρητός, οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτητός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.

Greek Monolingual

αἰτητός, -ή, -όν (Α) αἰτῶ
1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς
2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί.

Greek Monotonic

αἰτητός: -όν, ρημ. επίθ. του αἰτέω, ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί κάποιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἰτέω
asked for, Soph.