ημερόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἡμερόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει μόνο μια [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημερόβιον</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας [[ημεροβιίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βραχύβιος]], ο ολιγοζώητος<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας και ησυχάζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Διογένη) αυτός που ζει με [[μεγάλη]] [[λιτότητα]] έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δενδρό</i>-<i>βιος</i>, <i>υδρό</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἡμερόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει μόνο μια [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημερόβιον</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας [[ημεροβιίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βραχύβιος]], ο ολιγοζώητος<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας και ησυχάζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Διογένη) αυτός που ζει με [[μεγάλη]] [[λιτότητα]] έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[δενδρόβιος]], [[υδρόβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡμερόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον
γένος εντόμων της οικογένειας ημεροβιίδες
νεοελλ.
1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος
2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ησυχάζει κατά τη διάρκεια της νύχτας
αρχ.
1. (για τον Διογένη) αυτός που ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. δενδρόβιος, υδρόβιος].