Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευήρετμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(15)
 
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐήρετμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλά προσαρμοσμένος στο [[κουπί]] («[[εὐήρετμος]] [[σκαλμός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που κωπηλατείται καλά («[[εὐήρετμος]] ναῡς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ερετ</i>-<i>μόν</i> «[[κουπί]]» (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[ερέτης]] «[[κωπηλάτης]]»). Το -<i>η</i>- λόγω της συνθέσεως].
|mltxt=[[εὐήρετμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλά προσαρμοσμένος στο [[κουπί]] («[[εὐήρετμος]] [[σκαλμός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που κωπηλατείται καλά («[[εὐήρετμος]] ναῦς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ερετ</i>-<i>μόν</i> «[[κουπί]]» (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[ερέτης]] «[[κωπηλάτης]]»). Το -<i>η</i>- λόγω της συνθέσεως].
}}
}}

Latest revision as of 08:59, 29 September 2022

Greek Monolingual

εὐήρετμος, -ον (Α)
1. ο καλά προσαρμοσμένος στο κουπίεὐήρετμος σκαλμός», Αισχύλ.)
2. (για πλοίο) αυτός που κωπηλατείται καλά («εὐήρετμος ναῦς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερετ-μόν «κουπί» (από την ίδια ρίζα με το ερέτης «κωπηλάτης»). Το -η- λόγω της συνθέσεως].