ἰδιοσύστατος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιοσύστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει αφ' [[εαυτού]], αυτός που δημιουργήθηκε [[μόνος]] του, που έχει δική του ιδιαίτερη [[σύσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συστήνεται [[μόνος]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοσυστάτως</i> (ΑΜ)<br />με δική του [[υπόσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>συστατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συνίστημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>σύστατος</i>, <i>νεο</i>-<i>σύστατος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιοσύστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει αφ' [[εαυτού]], αυτός που δημιουργήθηκε [[μόνος]] του, που έχει δική του ιδιαίτερη [[σύσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συστήνεται [[μόνος]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοσυστάτως</i> (ΑΜ)<br />με δική του [[υπόσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>συστατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συνίστημι]]), [[πρβλ]]. [[μονοσύστατος]], [[νεοσύστατος]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1237] für sich bestehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοσύστᾰτος: -ον, ἐξ ἑαυτοῦ συνεστὼς καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Δίδ. Ἀλ. 977Α, 925Β. - Ἐπίρρ. -τως, μετ’ ἰδίας οὐσίας ἢ ὑποστάσεως, ὁ αὐτ. 984Β, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει αφ' εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύσταση
νεοελλ.
αυτός που συστήνεται μόνος του.
επίρρ...
ἰδιοσυστάτως (ΑΜ)
με δική του υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -συστατος (< συνίστημι), πρβλ. μονοσύστατος, νεοσύστατος].