ιδιαιτερότητα: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ<br />η [[ιδιότητα]] του ιδιαίτερου, το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[ξεχωριστός]] από τους άλλους, το να έχει χαρακτηριστικά που δεν τά έχουν άλλοι («το [[ζήτημα]] αυτό παρουσιάζει μια [[ιδιαιτερότητα]] σε [[σχέση]] με τα άλλα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>specificality</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>specifical</i> <span style="color: red;"><</span> μτγν. λατ. <i>specificus</i> «[[ειδικός]], [[ιδιαίτερος]]»)].
|mltxt=ἡ<br />η [[ιδιότητα]] του ιδιαίτερου, το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[ξεχωριστός]] από τους άλλους, το να έχει χαρακτηριστικά που δεν τά έχουν άλλοι («το [[ζήτημα]] αυτό παρουσιάζει μια [[ιδιαιτερότητα]] σε [[σχέση]] με τα άλλα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>specificality</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>specifical</i> <span style="color: red;"><</span> μτγν. λατ. <i>specificus</i> «[[ειδικός]], [[ιδιαίτερος]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 23 August 2021

Greek Monolingual


η ιδιότητα του ιδιαίτερου, το να είναι κάποιος ξεχωριστός από τους άλλους, το να έχει χαρακτηριστικά που δεν τά έχουν άλλοι («το ζήτημα αυτό παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα άλλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. specificality (< specifical < μτγν. λατ. specificus «ειδικός, ιδιαίτερος»)].