ἀνεμφάνιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(CSV2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ανεμφάνιστος
|Full diacritics=ἀνεμφάνιστος
|Medium diacritics=ανεμφάνιστος
|Medium diacritics=ἀνεμφάνιστος
|Low diacritics=ανεμφάνιστος
|Low diacritics=ανεμφάνιστος
|Capitals=ΑΝΕΜΦΑΝΙΣΤΟΣ
|Capitals=ΑΝΕΜΦΑΝΙΣΤΟΣ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anemfanistos
|Transliteration C=anemfanistos
|Beta Code=a)nemfa/nistos
|Beta Code=a)nemfa/nistos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without formal notification</b>, <b class="b3">δωρεαί</b>, opp. <b class="b3">εμφανείς</b>, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>162.1</span>.</span>
|Definition=ἀνεμφάνιστον, [[without formal notification]], [[δωρεαί]], opp. [[ἐμφανεῖς]], Just.''Nov.''162.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[sin notificación formal]] δωρεαί Iust.<i>Nou</i>.162.1.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεμφάνιστος''': -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (-ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική [[πλάκα]]<br /><b>2.</b> <b>(Νομ.)</b> όποιος έχει κλητευθεί [[αλλά]] δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εμφανίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμφάνιστος Medium diacritics: ἀνεμφάνιστος Low diacritics: ανεμφάνιστος Capitals: ΑΝΕΜΦΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anemphánistos Transliteration B: anemphanistos Transliteration C: anemfanistos Beta Code: a)nemfa/nistos

English (LSJ)

ἀνεμφάνιστον, without formal notification, δωρεαί, opp. ἐμφανεῖς, Just.Nov.162.1.

Spanish (DGE)

-ον sin notificación formal δωρεαί Iust.Nou.162.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμφάνιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (-ος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα
2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].