καταμέλλω: Difference between revisions

(19)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamello
|Transliteration C=katamello
|Beta Code=katame/llw
|Beta Code=katame/llw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">procrastinate</b>, <span class="bibl">Plb.4.30.2</span>, al., Phld.<span class="title">Herc.</span>1251.8.</span>
|Definition=[[procrastinate]], Plb.4.30.2, al., Phld.''Herc.''1251.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] (s. [[μέλλω]]), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] (s. [[μέλλω]]), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμέλλω:''' [[медлить]], [[выжидать]], [[затягивать]], [[тянуть]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμέλλω''': [[λίαν]] [[μέλλω]] καὶ [[ἀναβάλλω]], [[διστάζω]] νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ἀναβάλλω]] καὶ [[ἀποφεύγω]] νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ [[καθόλου]] δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.
|lstext='''καταμέλλω''': [[λίαν]] [[μέλλω]] καὶ [[ἀναβάλλω]], [[διστάζω]] νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ἀναβάλλω]] καὶ [[ἀποφεύγω]] νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ [[καθόλου]] δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταμέλλω]] (Α)<br />([[ιδίως]] σε καιρό πολέμου) [[αναβάλλω]] [[κάτι]], [[βραδύνω]] να πράξω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέλλω]] «[[βραδύνω]], [[διστάζω]]»].
|mltxt=[[καταμέλλω]] (Α)<br />([[ιδίως]] σε καιρό πολέμου) [[αναβάλλω]] [[κάτι]], [[βραδύνω]] να πράξω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέλλω]] «[[βραδύνω]], [[διστάζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

English (LSJ)

procrastinate, Plb.4.30.2, al., Phld.Herc.1251.8.

German (Pape)

[Seite 1363] (s. μέλλω), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

καταμέλλω: медлить, выжидать, затягивать, тянуть Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

καταμέλλω: λίαν μέλλω καὶ ἀναβάλλω, διστάζω νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ἀναβάλλω καὶ ἀποφεύγω νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ καθόλου δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, 2· ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.

Greek Monolingual

καταμέλλω (Α)
(ιδίως σε καιρό πολέμου) αναβάλλω κάτι, βραδύνω να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μέλλω «βραδύνω, διστάζω»].