κατηγορητήριο: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> η [[κατά]] την [[έναρξη]] της δίκης έγγραφή ή και προφορική [[διατύπωση]] της κατηγορίας [[εναντίον]] του κατηγορουμένου<br /><b>2.</b> το δικονομικό [[έγγραφο]] που περιέχει την [[πράξη]] η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δωρη</i>-<i>τήριο</i>, <i>πωλη</i>-<i>τήριο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>κατηγορητήριον</i>, μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> η [[κατά]] την [[έναρξη]] της δίκης έγγραφή ή και προφορική [[διατύπωση]] της κατηγορίας [[εναντίον]] του κατηγορουμένου<br /><b>2.</b> το δικονομικό [[έγγραφο]] που περιέχει την [[πράξη]] η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριο</i> ([[πρβλ]]. [[δωρητήριο]], [[πωλητήριο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>κατηγορητήριον</i>, μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. η κατά την έναρξη της δίκης έγγραφή ή και προφορική διατύπωση της κατηγορίας εναντίον του κατηγορουμένου
2. το δικονομικό έγγραφο που περιέχει την πράξη η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ + κατάλ. -τήριο (πρβλ. δωρητήριο, πωλητήριο). Η λ., στον λόγιο τ. κατηγορητήριον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].