κοκκοθραύστης: Difference between revisions
From LSJ
ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
(21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kokkothraystis | |Transliteration C=kokkothraystis | ||
|Beta Code=kokkoqrau/sths | |Beta Code=kokkoqrau/sths | ||
|Definition= | |Definition=κοκκοθραύστου, ὁ, glossed <b class="b3">ὄρνις ποιός</b>, perhaps[[grosbeak]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
κοκκοθραύστου, ὁ, glossed ὄρνις ποιός, perhapsgrosbeak, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1471] ὁ, der Kernbeißer, ein Vogel, Hesych. c
Greek (Liddell-Scott)
κοκκοθραύστης: -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, εἶδος πτηνοῦ, «ὄρνις ποιὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (Α κοκκοθραύοτης)
ζωολ. γένος πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θραύστης (< θραύω)].