κοπρολαγνεία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> σεξουαλική [[απόκλιση]] που χαρακτηρίζεται από γενετήσια [[διέγερση]] η οποία προκαλείται με τη θέα, την όσφρηση ή την [[ψηλάφηση]] τών περιττωμάτων του ερωτικά επιθυμητού ατόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>coprolagnia</i> <span style="color: red;"><</span> <i>copro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόπρος]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> -<i>lagnia</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγνεία]])].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> σεξουαλική [[απόκλιση]] που χαρακτηρίζεται από γενετήσια [[διέγερση]] η οποία προκαλείται με τη θέα, την όσφρηση ή την [[ψηλάφηση]] τών περιττωμάτων του ερωτικά επιθυμητού ατόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>coprolagnia</i> <span style="color: red;"><</span> <i>copro</i>- ([[πρβλ]]. [[κόπρος]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> -<i>lagnia</i> ([[πρβλ]]. [[λαγνεία]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ. σεξουαλική απόκλιση που χαρακτηρίζεται από γενετήσια διέγερση η οποία προκαλείται με τη θέα, την όσφρηση ή την ψηλάφηση τών περιττωμάτων του ερωτικά επιθυμητού ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolagnia < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lagnia (πρβλ. λαγνεία)].