κοινέγχυμα: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>βιολ.</b> μεσογλοιακή [[μάζα]], [[συμπαγής]] ή [[πορώδης]], γεμάτη σκελετικές βελόνες, που [[είναι]] [[κοινή]] στα αλκυονίδια και [[μέσα]] στην οποία τα ζωίδια επικοινωνούν [[μεταξύ]] τους με τους ενδοδερμικούς σωλήνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=το<br /><b>βιολ.</b> μεσογλοιακή [[μάζα]], [[συμπαγής]] ή [[πορώδης]], γεμάτη σκελετικές βελόνες, που [[είναι]] [[κοινή]] στα αλκυονίδια και [[μέσα]] στην οποία τα ζωίδια επικοινωνούν [[μεταξύ]] τους με τους ενδοδερμικούς σωλήνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>coenenchyma</i> <span style="color: red;"><</span> <i>coen</i>- ([[πρβλ]]. [[κοινός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>enchyma</i> ([[πρβλ]]. [[έγχυμα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
βιολ. μεσογλοιακή μάζα, συμπαγής ή πορώδης, γεμάτη σκελετικές βελόνες, που είναι κοινή στα αλκυονίδια και μέσα στην οποία τα ζωίδια επικοινωνούν μεταξύ τους με τους ενδοδερμικούς σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenenchyma < coen- (πρβλ. κοινός) + -enchyma (πρβλ. έγχυμα)].