κυρίαρχος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[εξουσία]], το [[δικαίωμα]] της απόλυτης εξουσίας και αυτοδιάθεσης, [[απόλυτος]] [[κύριος]] (α. «[[κυρίαρχος]] [[λαός]]» β. «κυρίαρχο [[κράτος]]» — [[κράτος]] του οποίου η [[κυβέρνηση]] δεν υπόκειται στον έλεγχο ή στην [[κηδεμονία]] άλλης κυβέρνησης, ανεξάρτητο [[κράτος]])<br /><b>2.</b> (για πολιτείες) αυτός που έχει την [[επικυριαρχία]] σε έναν λαό ή σε μια [[χώρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κυρίαρχος]]<br />[[εξουσιαστής]], [[δεσπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] <span style="color: red;">+</span> -[[άρχος]]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[εξουσία]], το [[δικαίωμα]] της απόλυτης εξουσίας και αυτοδιάθεσης, [[απόλυτος]] [[κύριος]] (α. «[[κυρίαρχος]] [[λαός]]» β. «κυρίαρχο [[κράτος]]» — [[κράτος]] του οποίου η [[κυβέρνηση]] δεν υπόκειται στον έλεγχο ή στην [[κηδεμονία]] άλλης κυβέρνησης, ανεξάρτητο [[κράτος]])<br /><b>2.</b> (για πολιτείες) αυτός που έχει την [[επικυριαρχία]] σε έναν λαό ή σε μια [[χώρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κυρίαρχος]]<br />[[εξουσιαστής]], [[δεσπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] <span style="color: red;">+</span> -[[άρχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει την εξουσία, το δικαίωμα της απόλυτης εξουσίας και αυτοδιάθεσης, απόλυτος κύριος (α. «κυρίαρχος λαός» β. «κυρίαρχο κράτος» — κράτος του οποίου η κυβέρνηση δεν υπόκειται στον έλεγχο ή στην κηδεμονία άλλης κυβέρνησης, ανεξάρτητο κράτος)
2. (για πολιτείες) αυτός που έχει την επικυριαρχία σε έναν λαό ή σε μια χώρα
3. το αρσ. ως ουσ. ο κυρίαρχος
εξουσιαστής, δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -άρχος].