Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυτταρίνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[πολύπλοκος]] [[υδατάνθρακας]] ή [[πολυσακχαρίτης]] που αποτελείται από μεγάλο αριθμό μονάδων γλυκόζης, [[είναι]] το βασικό δομικό συστατικό τών κυτταρικών τοιχωμάτων τών [[φυτών]], περιέχει το ένα τρίτο [[περίπου]] του όλου φυτικού υλικού και [[είναι]] η πιο διαδεδομένη οργανική [[ένωση]] στη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>cellulose</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>cellule</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cellula</i>, υποκορ. του λατ. <i>cella</i> «[[θάλαμος]], [[θήκη]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>ose</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Στ. Εμμ. Γιαννόπουλο].
|mltxt=η<br />[[πολύπλοκος]] [[υδατάνθρακας]] ή [[πολυσακχαρίτης]] που αποτελείται από μεγάλο αριθμό μονάδων γλυκόζης, [[είναι]] το βασικό δομικό συστατικό τών κυτταρικών τοιχωμάτων τών [[φυτών]], περιέχει το ένα τρίτο [[περίπου]] του όλου φυτικού υλικού και [[είναι]] η πιο διαδεδομένη οργανική [[ένωση]] στη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cellulose</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>cellule</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cellula</i>, υποκορ. του λατ. <i>cella</i> «[[θάλαμος]], [[θήκη]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>ose</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Στ. Εμμ. Γιαννόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 14:09, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
πολύπλοκος υδατάνθρακας ή πολυσακχαρίτης που αποτελείται από μεγάλο αριθμό μονάδων γλυκόζης, είναι το βασικό δομικό συστατικό τών κυτταρικών τοιχωμάτων τών φυτών, περιέχει το ένα τρίτο περίπου του όλου φυτικού υλικού και είναι η πιο διαδεδομένη οργανική ένωση στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cellulose < γαλλ. cellule (< λατ. cellula, υποκορ. του λατ. cella «θάλαμος, θήκη») + -ose. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Στ. Εμμ. Γιαννόπουλο].