λογομάχος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(23) |
m (pape replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λογομάχος]])<br />αυτός που μάχεται με [[λόγια]], αυτός που φιλονικεί, [[φιλόνικος]], [[εριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο. | |mltxt=ο (Α [[λογομάχος]])<br />αυτός που μάχεται με [[λόγια]], αυτός που φιλονικεί, [[φιλόνικος]], [[εριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λογομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με τα [[λόγια]] ή τις λέξεις. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λογο-μάχος, ον [[μάχομαι]]<br />[[warring]] [[about]] words. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit Worten [[streitend]], [[zankend]]</i>, Sp.; – <i>um [[Wörter]] [[streitend]], [[Wortkrittler]]</i>, von den Grammatikern und [[Sophisten]], Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:50, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
λογομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.
Greek Monolingual
ο (Α λογομάχος)
αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός
αρχ.
αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.
Greek Monotonic
λογομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με τα λόγια ή τις λέξεις.
Middle Liddell
λογο-μάχος, ον μάχομαι
warring about words.
German (Pape)
mit Worten streitend, zankend, Sp.; – um Wörter streitend, Wortkrittler, von den Grammatikern und Sophisten, Sp.