λιγνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[γαιάνθρακας]] με καστανό ώς μαύρο [[χρώμα]] που έχει σχηματιστεί από την [[τύρφη]], υπό την [[επίδραση]] [[μέσης]] πίεσης, αποτελεί ένα από τα [[πρώτα]] παράγωγα της ενανθράκωσης και [[είναι]] ενδιάμεσο υλικό [[μεταξύ]] τύρφης και βιτουμενιούχου άνθρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>lignite</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lignum</i> «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ite</i>].
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[γαιάνθρακας]] με καστανό ώς μαύρο [[χρώμα]] που έχει σχηματιστεί από την [[τύρφη]], υπό την [[επίδραση]] [[μέσης]] πίεσης, αποτελεί ένα από τα [[πρώτα]] παράγωγα της ενανθράκωσης και [[είναι]] ενδιάμεσο υλικό [[μεταξύ]] τύρφης και βιτουμενιούχου άνθρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lignite</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lignum</i> «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ite</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) γαιάνθρακας με καστανό ώς μαύρο χρώμα που έχει σχηματιστεί από την τύρφη, υπό την επίδραση μέσης πίεσης, αποτελεί ένα από τα πρώτα παράγωγα της ενανθράκωσης και είναι ενδιάμεσο υλικό μεταξύ τύρφης και βιτουμενιούχου άνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lignite < λατ. lignum «ξύλο» + κατάλ. -ite].