λιθάρτης: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθάρτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που σηκώνει λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> θ. -<i>αρ</i>- του [[αἴρω]], «[[σηκώνω]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀρ</i>-<i>ῶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αντ</i>-<i>άρτης</i>)].
|mltxt=[[λιθάρτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που σηκώνει λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> θ. -<i>αρ</i>- του [[αἴρω]], «[[σηκώνω]]», [[πρβλ]]. [[ἀρῶ]] ([[πρβλ]]. [[αντάρτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

λιθάρτης, ὁ (Α)
αυτός που σηκώνει λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + θ. -αρ- του αἴρω, «σηκώνω», πρβλ. ἀρῶ (πρβλ. αντάρτης)].