μοιρασιά: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μοιρασά και [[μοιρασιά]], η (Μ [[μοιρασιά]] και μερασία)<br />[[μοίρασμα]], [[διανομή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] της διαίρεσης στα [[μαθηματικά]]<br /><b>2.</b> [[μερτικό]], [[μερίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιράζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεβασιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[ανεβάζω]])].
|mltxt=και μοιρασά και [[μοιρασιά]], η (Μ [[μοιρασιά]] και μερασία)<br />[[μοίρασμα]], [[διανομή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] της διαίρεσης στα [[μαθηματικά]]<br /><b>2.</b> [[μερτικό]], [[μερίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιράζω]] ([[πρβλ]]. <i>ανεβασιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[ανεβάζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία)
μοίρασμα, διανομή
μσν.
1. η πράξη της διαίρεσης στα μαθηματικά
2. μερτικό, μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)].