ακρασία: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκρασία]]) [[ἄκρατος]]<br />κακή, ανθυγιεινή [[μίξη]] και [[κυρίως]] κακή [[σύσταση]] τών χυμών του σώματος, [[δυσκρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η μη [[υγιεινή]] [[σύσταση]] του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό [[κλίμα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκρασία]], η (Α)<br />η [[ακράτεια]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἀκρασία]], η (Μ)<br />[[έλλειψη]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ουσ. [[κρασί]], με [[επίδραση]] της λ. [[ἀφαγία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκρασία]]) [[ἄκρατος]]<br />κακή, ανθυγιεινή [[μίξη]] και [[κυρίως]] κακή [[σύσταση]] τών χυμών του σώματος, [[δυσκρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η μη [[υγιεινή]] [[σύσταση]] του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό [[κλίμα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀκρασία]], η (Α)<br />η [[ακράτεια]].<br /><b>(III)</b><br />[[ἀκρασία]], η (Μ)<br />[[έλλειψη]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ουσ. [[κρασί]], με [[επίδραση]] της λ. [[ἀφαγία]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκρασία) ἄκρατος
κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών του σώματος, δυσκρασία
αρχ.
η μη υγιεινή σύσταση του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα.
(II)
ἀκρασία, η (Α)
η ακράτεια.
(III)
ἀκρασία, η (Μ)
έλλειψη κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ουσ. κρασί, με επίδραση της λ. ἀφαγία.