αλλοτριοφαγία: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ [[ἀλλοτριοφαγία]])<br />το να τρώγει [[κανείς]] από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οικειοποίηση]], [[σφετερισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Μ [[ἀλλοτριοφαγία]])<br />το να τρώγει [[κανείς]] από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οικειοποίηση]], [[σφετερισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλοτριοφάγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοτριοφαγικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Μ ἀλλοτριοφαγία)
το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο
νεοελλ.
οικειοποίηση, σφετερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοτριοφάγος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός].