αλουργής: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλουργής]], -ές και σπάνια [[ἁλουργός]], -όν και ἁλουρνοῦς, -<i>οῦν</i> (Α)<br />ο [[βαμμένος]] με θαλάσσια [[πορφύρα]], αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο [[χρώμα]] (και δεν απομιμείται το [[χρώμα]] της πορφύρας)<br />«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «[[ἁλουργός]] [[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἁλουργής]], -ές και σπάνια [[ἁλουργός]], -όν και ἁλουρνοῦς, -<i>οῦν</i> (Α)<br />ο [[βαμμένος]] με θαλάσσια [[πορφύρα]], αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο [[χρώμα]] (και δεν απομιμείται το [[χρώμα]] της πορφύρας)<br />«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «[[ἁλουργός]] [[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁλουργίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁλουργικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργοβαφής]], [[ἁλουργοπώλης]], [[ἁλουργοϋφής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἁλουργοφορῶ</i>, <i>ἁλουργόχρους</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἁλουργής, -ές και σπάνια ἁλουργός, -όν και ἁλουρνοῦς, -οῦν (Α)
ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα της πορφύρας)
«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλο- + -εργής < ἔργον.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργία
αρχ.-μσν.
ἁλουργίς
μσν.
ἁλουργικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλουργοβαφής, ἁλουργοπώλης, ἁλουργοϋφής
μσν.
ἁλουργοφορῶ, ἁλουργόχρους].