αλωνοδίχαλο: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />διχαλωτό [[ξύλο]], με το οποίο μετακινούν τα στάχυα που αλωνίζονται.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το<br />διχαλωτό [[ξύλο]], με το οποίο μετακινούν τα στάχυα που αλωνίζονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλώνι]] <span style="color: red;">+</span> <i>διχάλι</i> ([[Πελοπόννησος]] και [[αλλού]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
το
διχαλωτό ξύλο, με το οποίο μετακινούν τα στάχυα που αλωνίζονται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + διχάλι (Πελοπόννησος και αλλού)].