ὑδατοειδής: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydatoeidis | |Transliteration C=ydatoeidis | ||
|Beta Code=u(datoeidh/s | |Beta Code=u(datoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑδατοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like water]], Arist.''Col.''793b30, Epicur.''Ep.''2p.49U.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ὑ.</b> the [[aqueous humour]], of the eye, Gal.7.97. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, = [[ὑδατώδης]], Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑδᾰτοειδής:''' (ῠ) водянистый (χρώματα Arst.): τὰ ὑδατοειδῆ Diog. L. водяные частицы. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑδατοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ὕδατι, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 3. 13, Διογ. Λ. 10. 106. ΙΙ. τὸ ὑδ., τὸ ὑδατῶδες ὑγρὸν τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, τό τε ὑδατοειδὲς καὶ τὸ ὑαλοειδὲς Γαλην. τόμ. 14. σ. 712, 11. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές / [[ὑδατοειδής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νερό]], [[υδατώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υδατοειδές [[υγρό]]»<br /><b>ανατ.</b> το υδαρές αλκαλικό [[υγρό]] που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο του ματιού, [[εμπρός]] και [[πίσω]] από την [[ίριδα]] και [[μπρος]] από τον κρυσταλλοειδή φακό και το ακτινωτό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>, <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>. Η λ. αποτελεί [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>humeur aqueuse</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑδατοειδές,
A like water, Arist.Col.793b30, Epicur.Ep.2p.49U.
II τὸ ὑ. the aqueous humour, of the eye, Gal.7.97.
German (Pape)
[Seite 1172] ές, = ὑδατώδης, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτοειδής: (ῠ) водянистый (χρώματα Arst.): τὰ ὑδατοειδῆ Diog. L. водяные частицы.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδατοειδής: -ές, ὅμοιος ὕδατι, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 3. 13, Διογ. Λ. 10. 106. ΙΙ. τὸ ὑδ., τὸ ὑδατῶδες ὑγρὸν τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, τό τε ὑδατοειδὲς καὶ τὸ ὑαλοειδὲς Γαλην. τόμ. 14. σ. 712, 11.
Greek Monolingual
-ές / ὑδατοειδής, -ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδατώδης
2. φρ. «υδατοειδές υγρό»
ανατ. το υδαρές αλκαλικό υγρό που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο του ματιού, εμπρός και πίσω από την ίριδα και μπρος από τον κρυσταλλοειδή φακό και το ακτινωτό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ὕδατος + -είδης. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. humeur aqueuse].