ἁμαξηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amaksilatis | |Transliteration C=amaksilatis | ||
|Beta Code=a(machla/ths | |Beta Code=a(machla/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἁμαξηλάτου, ὁ, [[wagoner]], Ostr.Strassb.671 (iiA.D.): written ἁμαξ-ολάτης ib.738. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἁμαξελάτης <i>OStras</i>.674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.); [[ἁμαξολάτης]] <i>OStras</i>.738 (II d.C.)<br />[[carretero]], <i>PCair.Zen</i>.176.281, 352 (III a.C.), <i>OStras</i>.671 (II a.C.), 674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.), 738 (II a.C.), <i>OBrüss</i>.70.6 (II a.C.), <i>PMerton</i> 3.128.3 (III a.C.), <i>PLips</i>.97.6.11 (IV a.C.), Eust.1777.9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[αμαξελάτης]], ο (Μ [[ἁμαξηλάτης]])<br />αυτός που οδηγεί [[άμαξα]], ο [[αμαξάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]], με [[επίδραση]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -<i>η</i>-(-[[λάτης]]) του ΄β συνθετικού]. | |mltxt=και [[αμαξελάτης]], ο (Μ [[ἁμαξηλάτης]])<br />αυτός που οδηγεί [[άμαξα]], ο [[αμαξάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]], με [[επίδραση]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -<i>η</i>-(-[[λάτης]]) του ΄β συνθετικού]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἁμαξηλάτου, ὁ, wagoner, Ostr.Strassb.671 (iiA.D.): written ἁμαξ-ολάτης ib.738.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἁμαξελάτης OStras.674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.); ἁμαξολάτης OStras.738 (II d.C.)
carretero, PCair.Zen.176.281, 352 (III a.C.), OStras.671 (II a.C.), 674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.), 738 (II a.C.), OBrüss.70.6 (II a.C.), PMerton 3.128.3 (III a.C.), PLips.97.6.11 (IV a.C.), Eust.1777.9.
Greek Monolingual
και αμαξελάτης, ο (Μ ἁμαξηλάτης)
αυτός που οδηγεί άμαξα, ο αμαξάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ελάτης < ἐλαύνω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-λάτης) του ΄β συνθετικού].