Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανάβαση: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(3)
 
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνάβασις]])<br /><b>1.</b> [[ανέβασμα]], [[άνοδος]], [[ανύψωση]]<br /><b>2.</b> [[αναρρίχηση]], [[σκαρφάλωμα]], [[ορειβασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] αναβάσεως, αναρριχήσεως<br /><b>2.</b> [[εκστρατεία]] από την [[παραλία]] στην [[ενδοχώρα]]<br /><b>3.</b> [[ανύψωση]] της στάθμης του νερού, [[πλημμύρα]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) το να βγάζουν φύλλα<br /><b>5.</b> σκαλιά, [[σκάλα]]<br /><b>6.</b> [[ανηφορικός]] [[δρόμος]]<br /><b>7.</b> (περιλπτ. στη φρ.) «πᾱσα [[ἄμβασις]] (= [[ἀνάβασις]])», όλοι οι ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀναβάσιον]] <b>νεοελλ.</b> [[αναβάσιμος]]].
|mltxt=η (Α [[ἀνάβασις]])<br /><b>1.</b> [[ανέβασμα]], [[άνοδος]], [[ανύψωση]]<br /><b>2.</b> [[αναρρίχηση]], [[σκαρφάλωμα]], [[ορειβασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] αναβάσεως, αναρριχήσεως<br /><b>2.</b> [[εκστρατεία]] από την [[παραλία]] στην [[ενδοχώρα]]<br /><b>3.</b> [[ανύψωση]] της στάθμης του νερού, [[πλημμύρα]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) το να βγάζουν φύλλα<br /><b>5.</b> σκαλιά, [[σκάλα]]<br /><b>6.</b> [[ανηφορικός]] [[δρόμος]]<br /><b>7.</b> (περιλπτ. στη φρ.) «πᾶσα [[ἄμβασις]] (= [[ἀνάβασις]])», όλοι οι ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀναβάσιον]] <b>νεοελλ.</b> [[αναβάσιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:09, 8 May 2022

Greek Monolingual

η (Α ἀνάβασις)
1. ανέβασμα, άνοδος, ανύψωση
2. αναρρίχηση, σκαρφάλωμα, ορειβασία
αρχ.
1. τρόπος αναβάσεως, αναρριχήσεως
2. εκστρατεία από την παραλία στην ενδοχώρα
3. ανύψωση της στάθμης του νερού, πλημμύρα
4. (για δέντρα) το να βγάζουν φύλλα
5. σκαλιά, σκάλα
6. ανηφορικός δρόμος
7. (περιλπτ. στη φρ.) «πᾶσα ἄμβασις (= ἀνάβασις)», όλοι οι ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβάσιον νεοελλ. αναβάσιμος].