αντιδικώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(4)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀντιδικῶ, -έω) [[αντίδικος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[αντίδικος]] κάποιου σε [[δίκη]]<br /><b>2.</b> [[διαφωνώ]], [[φιλονικώ]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενάγω]] κάποιον, [[προσφεύγω]] στο δικαστήριο<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἀντιδικοῡντες</i><br />οι αντίδικοι<br /><b>3.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου σε [[δίκη]]<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε [[αντιδικία]] με κάποιον για [[κάτι]].
|mltxt=(Α ἀντιδικῶ, -έω) [[αντίδικος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[αντίδικος]] κάποιου σε [[δίκη]]<br /><b>2.</b> [[διαφωνώ]], [[φιλονικώ]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενάγω]] κάποιον, [[προσφεύγω]] στο δικαστήριο<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἀντιδικοῦν
τες</i><br />οι αντίδικοι<br /><b>3.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου σε [[δίκη]]<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε [[αντιδικία]] με κάποιον για [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(Α ἀντιδικῶ, -έω) αντίδικος
1. είμαι αντίδικος κάποιου σε δίκη
2. διαφωνώ, φιλονικώ με κάποιον
αρχ.
1. ενάγω κάποιον, προσφεύγω στο δικαστήριο
2. οἱ ἀντιδικοῦν τες
οι αντίδικοι
3. υπερασπίζω τον εαυτό μου σε δίκη
4. έρχομαι σε αντιδικία με κάποιον για κάτι.