ἀνυστικός: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anystikos
|Transliteration C=anystikos
|Beta Code=a)nustiko/s
|Beta Code=a)nustiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">effective, practical</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>813a4</span>; τὸ ἀ. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Vett.Cens.</span>5.2</span>: Comp. -ώτερος <span class="bibl">Plb.8.5.3</span>, cf. Archig. ap. Gal.8.154: Sup., [Longin.] <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>p.182H.</span></span>
|Definition=ἀνυστική, ἀνυστικόν, [[effective]], [[practical]], Arist.''Phgn.''813a4; τὸ ἀ. D.H.''Vett.Cens.''5.2: Comp. ἀνυστικώτερος Plb.8.5.3, cf. Archig. ap. Gal.8.154: Sup., [Longin.] ''Rh.''p.182H.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[efectivo]], [[práctico]] τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.<i>Phgn</i>.813<sup>a</sup>4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, [[εἶδος]] διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.<i>Rh</i>.p.182<br /><b class="num"></b>subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.<i>Imit</i>.6.5.p.211.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0267.png Seite 267]] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ [[χρήσιμος]] Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0267.png Seite 267]] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ [[χρήσιμος]] Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυστικός:''' Arst., Polyb. = [[ἀνυστός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυστικός''': -ή, -όν, [[συντελεστικός]], [[ἀποτελεσματικός]], [[μεγάλως]] συντελῶν, [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. - Συγκρ. - ώτερος Πολύβ. 8. 5, 3· πρβλ. [[ἀνυτικός]].
|lstext='''ἀνυστικός''': -ή, -όν, [[συντελεστικός]], [[ἀποτελεσματικός]], [[μεγάλως]] συντελῶν, [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. - Συγκρ. - ώτερος Πολύβ. 8. 5, 3· πρβλ. [[ἀνυτικός]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[efectivo]], [[práctico]] τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.<i>Phgn</i>.813<sup>a</sup>4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, [[εἶδος]] διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.<i>Rh</i>.p.182<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.<i>Imit</i>.6.5.p.211.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνυστικός]], -ή, -όν (Α) [[ανυστός]]<br />[[αποτελεσματικός]], [[συντελεστικός]].
|mltxt=[[ἀνυστικός]], -ή, -όν (Α) [[ανυστός]]<br />[[αποτελεσματικός]], [[συντελεστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῠστικός Medium diacritics: ἀνυστικός Low diacritics: ανυστικός Capitals: ΑΝΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anystikós Transliteration B: anystikos Transliteration C: anystikos Beta Code: a)nustiko/s

English (LSJ)

ἀνυστική, ἀνυστικόν, effective, practical, Arist.Phgn.813a4; τὸ ἀ. D.H.Vett.Cens.5.2: Comp. ἀνυστικώτερος Plb.8.5.3, cf. Archig. ap. Gal.8.154: Sup., [Longin.] Rh.p.182H.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
efectivo, práctico τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.Phgn.813a4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, εἶδος διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.Rh.p.182
subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.Imit.6.5.p.211.

German (Pape)

[Seite 267] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ χρήσιμος Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυστικός: Arst., Polyb. = ἀνυστός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυστικός: -ή, -όν, συντελεστικός, ἀποτελεσματικός, μεγάλως συντελῶν, ταχύς, ὁρμητικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. - Συγκρ. - ώτερος Πολύβ. 8. 5, 3· πρβλ. ἀνυτικός.

Greek Monolingual

ἀνυστικός, -ή, -όν (Α) ανυστός
αποτελεσματικός, συντελεστικός.