Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(5)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπεπτος]], -ον)<br />(για [[τροφή]]) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη [[επεξεργασία]] [[μέσα]] στο πεπτικό [[σύστημα]], [[αχώνευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για περιττώματα ή [[ούρα]]) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία [[φυσική]] [[αλλοίωση]], μή [[φυσιολογικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που υποφέρει από [[δυσπεψία]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πέσσω]], <b>αττ.</b> [[πέττω]] «[[μαλακώνω]], [[μαγειρεύω]], [[χωνεύω]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπεπτος]], -ον)<br />(για [[τροφή]]) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη [[επεξεργασία]] [[μέσα]] στο πεπτικό [[σύστημα]], [[αχώνευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για περιττώματα ή [[ούρα]]) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία [[φυσική]] [[αλλοίωση]], μή [[φυσιολογικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που υποφέρει από [[δυσπεψία]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πέσσω]], <b>αττ.</b> [[πέττω]] «[[μαλακώνω]], [[μαγειρεύω]], [[χωνεύω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπεπτος, -ον)
(για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτος
αρχ.
1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός
2. εκείνος που υποφέρει από δυσπεψία
3. (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + πέσσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω»].