άρπη: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅρπη]], η (Α)<br /><b>1.</b> όνομα πτηνού<br /><b>2.</b> [[δρεπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἅρπη]], η (Α)<br /><b>1.</b> όνομα πτηνού<br /><b>2.</b> [[δρεπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική [[αναλογία]] με το αρχ. σλαβ. <i>srŭpŭ</i> και το λεττ. <i>sirpis</i> «[[δρεπάνι]]», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. <i>sarpio</i> και <i>sarpo</i>, <i>sarpere</i> «[[κλαδεύω]]» και το αρχ. άνω γερμ. <i>sarf</i> «[[κοφτερός]], [[τραχύς]]». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως, ενώ [[είναι]] δυνατόν να έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με την οικογ. του [[αρπάζω]]. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη [[σημασία]] της ως «[[δρεπάνι]]», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. [[δρέπανον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἅρπη, η (Α)
1. όνομα πτηνού
2. δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική αναλογία με το αρχ. σλαβ. srŭpŭ και το λεττ. sirpis «δρεπάνι», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. sarpio και sarpo, sarpere «κλαδεύω» και το αρχ. άνω γερμ. sarf «κοφτερός, τραχύς». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως δάνειο ανατολικής προελεύσεως, ενώ είναι δυνατόν να έχει κοινή καταγωγή με την οικογ. του αρπάζω. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη σημασία της ως «δρεπάνι», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. δρέπανον.