ἀσαφήνιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(6) |
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asafinistos | |Transliteration C=asafinistos | ||
|Beta Code=a)safh/nistos | |Beta Code=a)safh/nistos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσαφήνιστον, [[not explained]], [[declared]], Sch.[[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 722 (dub.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[no aclarado]], [[no explicado]] Sch.E.<i>Med</i>.722. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσαφήνιστος''': -ον, ὁ μὴ σαφηνισθείς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 722. | |lstext='''ἀσαφήνιστος''': -ον, ὁ μὴ σαφηνισθείς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 722. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσαφήνιστος]], -ον) [[σαφηνίζω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστεί [[σαφής]] ή δεν έχει διευκρινιστεί. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσαφήνιστος]], -ον) [[σαφηνίζω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστεί [[σαφής]] ή δεν έχει διευκρινιστεί. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 20 December 2024
English (LSJ)
ἀσαφήνιστον, not explained, declared, Sch.E.Med. 722 (dub.).
Spanish (DGE)
-ον no aclarado, no explicado Sch.E.Med.722.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσαφήνιστος: -ον, ὁ μὴ σαφηνισθείς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 722.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσαφήνιστος, -ον) σαφηνίζω
αυτός που δεν έχει καταστεί σαφής ή δεν έχει διευκρινιστεί.