άσκωμα: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσκωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[δερμάτινη]] [[επένδυση]], [[παρεμβολή]] που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη [[κίνηση]] των κουπιών<br /><b>2.</b> φουσκωμένο [[ασκί]]<br /><b>3.</b> [[φυσερό]]<br /><b>4.</b> ο [[μαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αέτωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[αετός]], <i>ύβωμα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύβος</i> κ.ά.].
|mltxt=[[ἄσκωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[δερμάτινη]] [[επένδυση]], [[παρεμβολή]] που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη [[κίνηση]] των κουπιών<br /><b>2.</b> φουσκωμένο [[ασκί]]<br /><b>3.</b> [[φυσερό]]<br /><b>4.</b> ο [[μαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]] (<b>πρβλ.</b> [[αέτωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[αετός]], <i>ύβωμα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύβος</i> κ.ά.].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄσκωμα, το (Α)
1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών
2. φουσκωμένο ασκί
3. φυσερό
4. ο μαστός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.].