αφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(7)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές και άφεγγος, -η, -ο (AM [[ἀφεγγής]], -ές) [[φέγγος]]<br />ο [[δίχως]] [[φέγγος]], ο [[σκοτεινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>άφεγγα</i><br />[[πριν]] ξημερώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αόρατος]], [[αμυδρός]], [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> [[ατυχής]], δυστυχισμένος<br /><b>3.</b> ο [[τυφλός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]]» — το [[φεγγάρι]]<br /><b>5.</b> «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν [[είναι]] φως (για τους τυφλούς).
|mltxt=[[αφεγγής]], -ές και [[άφεγγος]], -η, -ο (AM [[ἀφεγγής]], -ές) [[φέγγος]]<br />ο [[δίχως]] [[φέγγος]], ο [[σκοτεινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>άφεγγα</i><br />[[πριν]] ξημερώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αόρατος]], [[αμυδρός]], [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> [[ατυχής]], δυστυχισμένος<br /><b>3.</b> ο [[τυφλός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]]» — το [[φεγγάρι]]<br /><b>5.</b> «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν [[είναι]] φως (για τους τυφλούς).
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 17 November 2024

Greek Monolingual

αφεγγής, -ές και άφεγγος, -η, -ο (AM ἀφεγγής, -ές) φέγγος
ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινός
νεοελλ.
επίρρ. άφεγγα
πριν ξημερώσει
αρχ.
1. αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος
2. ατυχής, δυστυχισμένος
3. ο τυφλός
4. φρ. «νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον» — το φεγγάρι
5. «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν είναι φως (για τους τυφλούς).