βάνδαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ανήκει στο βανδαλικό [[έθνος]]<br /><b>2.</b> [[αγροίκος]], [[ακαλαίσθητος]], που καταστρέφει έργα τέχνης, [[βάρβαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>Vandal</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>Vandalus</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(γερμ.)</b> <i>Wandaĭ</i>- «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, [[γερμανικός]] [[λαός]], έμειναν ονομαστοί στην [[ιστορία]] για τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των μνημείων τέχνης στις οποίες προέβησαν σε όσες περιοχές εισέβαλαν [[κατά]] τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, και ιδιαίτερα στη [[Ρώμη]], γι' αυτό και ο όρος [[βάνδαλος]] ταυτίστηκε με τη [[σημασία]] του «καταστροφέα, βαρβάρου, αγροίκου»].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ανήκει στο βανδαλικό [[έθνος]]<br /><b>2.</b> [[αγροίκος]], [[ακαλαίσθητος]], που καταστρέφει έργα τέχνης, [[βάρβαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>Vandal</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>Vandalus</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(γερμ.)</b> <i>Wandaĭ</i>- «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, [[γερμανικός]] [[λαός]], έμειναν ονομαστοί στην [[ιστορία]] για τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των μνημείων τέχνης στις οποίες προέβησαν σε όσες περιοχές εισέβαλαν [[κατά]] τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, και ιδιαίτερα στη [[Ρώμη]], γι' αυτό και ο όρος [[βάνδαλος]] ταυτίστηκε με τη [[σημασία]] του «καταστροφέα, βαρβάρου, αγροίκου»].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος
2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) Wandaĭ- «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός λαός, έμειναν ονομαστοί στην ιστορία για τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των μνημείων τέχνης στις οποίες προέβησαν σε όσες περιοχές εισέβαλαν κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, και ιδιαίτερα στη Ρώμη, γι' αυτό και ο όρος βάνδαλος ταυτίστηκε με τη σημασία του «καταστροφέα, βαρβάρου, αγροίκου»].