βίκος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />βῑκος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κανάτα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[πιθάρι]]<br /><b>3.</b> [[κούπα]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] ο όρος [[βίκος]] [[είναι]] λ. αιγυπτιακή (<b>[[πρβλ]].</b> αιγυπτ. <i>b</i>·<i>k</i>·<i>t</i> «[[δοχείο]] λαδιού που χρησίμευε ως [[μέτρο]]»), ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> αραμαϊκό <i>bq</i> «[[στάμνα]]»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο [[δοχείο]] για [[κρασί]] και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «[[δοχείο]] του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. [[βίκος]] χαρακτηρίζει «[[κούπα]] για [[κρασί]]» η οποία ήταν σε [[χρήση]] στην Αίγυπτο].———————— <b>(II)</b><br />ο (Α [[βικίον]], το και βικία, η)<br />το [[φυτό]] vicia sativa, κατάλληλο για [[κτηνοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θηλ. <i>βικία</i> [[είναι]] δάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>vicia</i> «[[είδος]] κυάμου, κοιν. [[κουκί]]», το δε νεοελλ. αρσ. [[βίκος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> αμάρτ. [[βίκος]], στο οποίο ανάγεται το [[επίσης]] μτγν. [[βικίον]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />βῖκος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κανάτα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[πιθάρι]]<br /><b>3.</b> [[κούπα]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] ο όρος [[βίκος]] [[είναι]] λ. αιγυπτιακή ([[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>b</i>·<i>k</i>·<i>t</i> «[[δοχείο]] λαδιού που χρησίμευε ως [[μέτρο]]»), ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προέλευσης ([[πρβλ]]. αραμαϊκό <i>bq</i> «[[στάμνα]]»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο [[δοχείο]] για [[κρασί]] και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «[[δοχείο]] του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. [[βίκος]] χαρακτηρίζει «[[κούπα]] για [[κρασί]]» η οποία ήταν σε [[χρήση]] στην Αίγυπτο].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α [[βικίον]], το και βικία, η)<br />το [[φυτό]] vicia sativa, κατάλληλο για [[κτηνοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θηλ. <i>βικία</i> [[είναι]] δάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>vicia</i> «[[είδος]] κυάμου, κοιν. [[κουκί]]», το δε νεοελλ. αρσ. [[βίκος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> αμάρτ. [[βίκος]], στο οποίο ανάγεται το [[επίσης]] μτγν. [[βικίον]].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 6 February 2024

Greek Monolingual

(I)
βῖκος, ο (Α)
1. κανάτα
2. μικρό πιθάρι
3. κούπα για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία άποψη ο όρος βίκος είναι λ. αιγυπτιακή (πρβλ. αιγυπτ. b·k·t «δοχείο λαδιού που χρησίμευε ως μέτρο»), ενώ κατ' άλλους, είναι δάνειο σημιτικής προέλευσης (πρβλ. αραμαϊκό bq «στάμνα»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο δοχείο για κρασί και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «δοχείο του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. βίκος χαρακτηρίζει «κούπα για κρασί» η οποία ήταν σε χρήση στην Αίγυπτο].
(II)
ο (Α βικίον, το και βικία, η)
το φυτό vicia sativa, κατάλληλο για κτηνοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. βικία είναι δάνεια λ. < λατ. vicia «είδος κυάμου, κοιν. κουκί», το δε νεοελλ. αρσ. βίκος < μτγν. αμάρτ. βίκος, στο οποίο ανάγεται το επίσης μτγν. βικίον.