κουκί
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
και κουκκί, το (Μ κουκίον και κουκίν)
1. ο καρπός του φυτού κύαμος, της κουκιάς
2. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι
νεοελλ.
1. (σκωπτικά) στον πληθ. τα κουκιά
οι ψήφοι ή οι ψηφοφόροι
2. φρ. «κουκιά μετρημένα» — λέγεται για πράγματα που μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια
3. παροιμ. α) «κουκιά τρως, κουκιά μαρτυράς» ή «κουκιά τρως, κουκιά μολογάς» — λέγεται για αφελή άνθρωπο που δεν εμβαθύνει στην ουσία τών πραγμάτων
β) «καλημέρα, Γιάννη! — Κουκιά σπέρνω» — λέγεται για πρόσωπα που δεν μπορούν να συνεννοηθούν και απαντούν άλλα αντ' άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κουκίν (αντί κουκαί) < κοκκίον (με κώφωση του -ο- < κόκκος.