βοώπις: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοῶπις]] (-ιδος), η (Α)<br />[[εκείνη]] που έχει μάτια μεγάλα και στρογγυλά σαν του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βλοσυρώπις</i>, [[γλαυκώπις]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[βοῶπις]] (-ιδος), η (Α)<br />[[εκείνη]] που έχει μάτια μεγάλα και στρογγυλά σαν του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]» ([[πρβλ]]. <i>βλοσυρώπις</i>, [[γλαυκώπις]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

βοῶπις (-ιδος), η (Α)
εκείνη που έχει μάτια μεγάλα και στρογγυλά σαν του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, γλαυκώπις κ.ά.)].