γιατρικός: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(8) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ιατρικός]], -ή, -όν) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γιατρικό]], <i>το</i> (AM ιατρικόν)<br />[[φάρμακο]], [[οτιδήποτε]] θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ιατρός]] | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ιατρικός]], -ή, -όν) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γιατρικό]], <i>το</i> (AM ιατρικόν)<br />[[φάρμακο]], [[οτιδήποτε]] θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ιατρός]] > [[ιατρικός]] > [[γιατρικός]]]. | ||
}} | }} |