δειγματολόγιο: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[συλλογή]] δειγμάτων από εμπορεύματά για [[επίδειξη]] στους αγοραστές<br /><b>2.</b> ακατάστατη [[παράθεση]] αταίριαστων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δείγμα]] (-ατος) <span style="color: red;">+</span> -<i>λόγιο</i> <span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευχολόγιο]], [[λεξιλόγιο]])].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[συλλογή]] δειγμάτων από εμπορεύματά για [[επίδειξη]] στους αγοραστές<br /><b>2.</b> ακατάστατη [[παράθεση]] αταίριαστων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δείγμα]] (-ατος) <span style="color: red;">+</span> -<i>λόγιο</i> <span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]» ([[πρβλ]]. [[ευχολόγιο]], [[λεξιλόγιο]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:39, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. συλλογή δειγμάτων από εμπορεύματά για επίδειξη στους αγοραστές
2. ακατάστατη παράθεση αταίριαστων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα (-ατος) + -λόγιο < -λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ευχολόγιο, λεξιλόγιο)].